- ἀλγῶ
- ἀλγέωfeel bodily painpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀλγέωfeel bodily painpres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλγώ — ἀλγῶ ( έω) (Α) 1. αισθάνομαι άλγος, σωματικό πόνο 2. είμαι ασθενής, υποφέρω 3. αισθάνομαι ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπάμαι 4. (το παθ. με μέσ. σημ.) πάσχω, πονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. ἀλγηδών αρχ. ἄλγημα, ἄλγησις] … Dictionary of Greek
άλγω — ησα, αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο: Άλγω ψυχικά με την εξέλιξη που πήραν οι υποθέσεις μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιλιαλγώ — κοιλιαλγῶ, έω (Α) έχω πόνο στην κοιλιά, έχω κοιλόπονο («δίδου πιεῑν τὸ ὕδωρ κοιλιαλγοῡντι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + ἀλγῶ (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγώ, στομ αλγώ] … Dictionary of Greek
νοσταλγώ — (ΑΜ νοσταλγῶ, έω) διακατέχομαι από νοσταλγία νεοελλ. επιθυμώ πολύ κάτι, ποθώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόστος «επάνοδος, επιστροφή» + ἀλγῶ «πονώ» (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγώ] … Dictionary of Greek
οδονταλγώ — (Α ὀδονταλγῶ, έω) υποφέρω από οδονταλγία, έχω πονόδοντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + αλγῶ (< αλγής < ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγώ] … Dictionary of Greek
στομαλγώ — έω, Α πάσχω από στομαλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + αλγῶ (< αλγής < ἄλγος), πρβλ. ποδ αλγῶ] … Dictionary of Greek
ωταλγώ — έω, Α έχω ωταλγία, πονώ στο αφτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + αλγῶ (< αλγής < ἄλγος «πόνος»), πρβλ. νευρ αλγῶ] … Dictionary of Greek
άλγημα — ἄλγημα, το (Α) [ἀλγῶ] πόνος (που τόν αισθάνεσαι ή τόν προκαλείς), οδύνη … Dictionary of Greek
άλγησις — ἄλγησις ( έως), η (Α) [ἀλγῶ] αίσθηση πόνου, οδύνη, θλίψη … Dictionary of Greek
αλγηδών — ἀλγηδὼν ( όνος), η (Α) [ἀλγῶ] 1. σωματικός πόνος, άλγος, ψυχικός πόνος, οδύνη, θλίψη 2. πρόκληση πόνου … Dictionary of Greek